διέγνωσα

διέγνωσα
διέγνωσα (να διαγνώσω, κατά το ανάκλασα, βλ. πίν. 71 , αόρ. του αρχ. ρ. διαγιγνώσκω)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαγιγνώσκω — (διαγιγνώσκω) → δες διέγνωσα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”